Θηβαίου

Θηβαίου
Θηβαί̱ου , Θηβαῖος
to Thebes
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλκίς — Κόρη του Θηβαίου Αντίποινου, που δέχτηκε να θυσιαστεί με την αδελφή της Ανδρόκλεια στη θέση του πατέρα της, όταν ένας χρησμός είπε πως η νίκη εναντίον των Ορχομενίων εξασφαλιζόταν με τη θυσία ενός επιφανέστατου Θηβαίου …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχία — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του κυνικού φιλοσόφου Κράτη του Θηβαίου. Τον αγάπησε παρά την ασχήμια του και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Καταγόταν από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν κόρη πλούσιων γονέων και αδελφή του… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • τελεσιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης και χαλκουργός από την Αθήνα, που έζησε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως ο κατασκευαστής δύο περίφημων πλαστικών έργων της Τήνου από χαλκό που παριστάνουν τον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη. 2. Μουσικός… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… …   Dictionary of Greek

  • Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… …   Dictionary of Greek

  • Ικέτιδες — I Τραγωδία (420 π.Χ.) του Ευριπίδη. Ερμηνεύτηκε από τους σύγχρονους ερευνητές της εποχής μας τόσο ως ύμνος στην αθηναϊκή ανθρωπιά όσο και ως μαρτυρία μιας νέας, ορθολογιστικής θέσπισης κανόνων, που άλλοτε βασίζονταν αποκλειστικά στη θρησκευτική… …   Dictionary of Greek

  • Ισίδας ή Ισάδας — (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης πολεμιστής. Ήταν γιος του Φοιτίδη. Διακρίθηκε για το θάρρος του στους αγώνες εναντίον του Θηβαίου Επαμεινώνδα, στη Σπάρτη (362 π.Χ.), όπου πέταξε την ασπίδα του και άρχισε να μάχεται ακάλυπτος. Οι έφοροι τον… …   Dictionary of Greek

  • Καρατζάς, Ιωάννης — (Κύπρος 1767 – 1798). Εθνικός αγωνιστής. Έφυγε από την Κύπρο σε νεαρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στην Αυστροουγγαρία. Συνελήφθη από τους Αυστριακούς μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή για την πατριωτική δράση του. Κατά τη μεταφορά του στην… …   Dictionary of Greek

  • κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”